- πληρεστέρου
- πλήρηςfull ofmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… … Dictionary of Greek
μονογραφία — η μελέτη που πραγματεύεται ένα ειδικό και αυτοτελές θέμα κατά τρόπο διεξοδικό και εξαντλητικό, με την προοπτική να αποτελέσει βασικό βοήθημα για τη συγγραφή πληρέστερου, συνθετικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863… … Dictionary of Greek